- ανάλυμα
- το [αναλύω]1. διάλυση, λειώσιμο2. μαλάκωμα κάποιου πράγματος με νερό, χύλωμα3. ξετύλιγμα τού νήματος από το αδράχτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναλυμός — ο [αναλύω] 1. υπερβολικός καύσωνας 2. το ανάλυμα* … Dictionary of Greek
αναλύω — (Α ἀναλύω) 1. χωρίζω κάτι σύνθετο στα συστατικά του στοιχεία 2. διαλύω σώμα στερεάς μορφής, λειώνω (στα αρχ. στην παθ.) 3. ερευνώ, εξετάζω αναλυτικά, διερευνώ, λεπτολογώ 4. εκτυλίσσω, ξετυλίγω (στα αρχ. στη μέσ.) 5. (στη Λογική) αναλύω συλλογισμό … Dictionary of Greek